Ευρύτερη στήριξη στις συλλογικές διεκδικήσεις Ε.Δ.Υ.ΘΕ και θεσσαλικών οργανώσεων για την επίλυση του υδατικού ζητήματος Θεσσαλίας - (Κώστας Γκούμας – Τάσος Μπαρμπούτης)*
Τριάντα μήνες πριν, τον Απρίλιο του 2021, η έως τότε συλλογική προσπάθεια θεσσαλικών φορέων και οργανώσεων σχετικά με το υδατικό - περιβαλλοντικό - αναπτυξιακό ζήτημα της περιοχής μας προσέλαβε μια νέα οργανωτική μορφή μέσα από την συγκρότηση της «Επιτροπής Διεκδίκησης επίλυσης του Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας» (Ε.Δ.Υ.ΘΕ).
Λίγους μήνες αργότερα η Ε.Δ.Υ.ΘΕ έδωσε στη δημοσιότητα την αρχική της ΑΝΑΦΟΡΑ με το σύνολο των θέσεων και διεκδικήσεων της για το μείζον αυτό θέμα.
Τις ημέρες αυτές μάλιστα συμπληρώθηκαν δυο χρόνια ακριβώς από την ημέρα που η ΑΝΑΦΟΡΑ στάλθηκε στον Πρόεδρο της Βουλής και στους αρμόδιους υπουργούς της τότε κυβέρνησης.
Στην ΑΝΑΦΟΡΑ μας, εντελώς συνοπτικά, είχε επισημανθεί η ανάγκη ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ των κατοίκων της Θεσσαλίας από επικείμενες απειλές (ξηρασία, ερημοποίηση, πλημμύρες) με νέα έργα ταμίευσης και μεταφοράς - διανομής νερού (σημ. : από την δεκαετία 1950 μόνο δυο αξιόλογου όγκου ταμιευτήρες, αυτοί του Σμοκόβου και της Κάρλας, κατασκευάσθηκαν εντός της λ. Πηνειού), η δημιουργία σύγχρονων αρδευτικών δικτύων στην εξυπηρέτηση του στόχου της «εξοικονόμησης νερού», καθώς και τα ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ ΝΕΡΟΥ που θα ανατρέψουν την ακραία ανισορροπία στην προσφορά και τη ζήτηση υδάτων στη Θεσσαλία, όχι μόνο για τις αρδευτικές ανάγκες, αλλά και για εκείνες που αφορούν στην περιβαλλοντική προστασία, στην αναβάθμιση των οικοσυστημάτων καθώς και στην προστασία των εδαφών από την απειλή της ερημοποίησης.
Τις θέσεις αυτές η Ε.Δ.Υ.ΘΕ, εκτός των άλλων, τις δημοσιοποίησε ευρύτατα αποστέλλοντας σχετικό σημείωμα σε όλους τους θεσσαλικούς φορείς.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ αυτή αποτέλεσε το βασικό στοιχείο στην επικοινωνία μας με όσους συνομιλήσαμε, ενώ οι θέσεις αυτές, κατά την άποψη μας, διατηρούν την αξία τους στο ακέραιο ακόμη και στις σημερινές συνθήκες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ΑΝΑΦΟΡΑ μας είχαμε εξ αρχής τονίσει πως «η κλιματική κρίση διαμορφώνει νέες, αποφασιστικής σημασίας, συνθήκες αβεβαιότητας και απειλών στη Θεσσαλία», επισημαίνοντας παράλληλα πως «ο βαθμός συνειδητοποίησης και ενεργοποίησης των οργάνων της Πολιτείας είναι αντιστρόφως ανάλογος με την κρισιμότητα της κατάστασης».
Εκείνη την περίοδο είχε ήδη μεσολαβήσει η καταστροφή από την επέλαση του Ιανού (2020).
Παρότι ένας σημαντικός αριθμός επιστημόνων και ειδικών, αλλά και εμείς με την ΑΝΑΦΟΡΑ μας, επισημάναμε ότι «παραμένουν οι κίνδυνοι σημαντικών καταστροφών από επαναλαμβανόμενες πλημμύρες στην λεκάνη απορροής Πηνειού», φαίνεται πως όλα αυτά δεν ήταν αρκετά ώστε η Κεντρική και Τοπική Διοίκηση και οι πολιτικοί της προϊστάμενοι να ετοιμαστούν απέναντι στο επόμενο καταστροφικό φυσικό φαινόμενο, που ήταν θέμα χρόνου να συμβεί.
Έτσι οι κυκλώνες Ντάνιελ και Ελίας, τους βρήκε εντελώς απροετοίμαστους και αιφνιδιασμένους, όχι μόνο σε σχέση με την (μη) ύπαρξη αντιπλημμυρικών έργων, αλλά και ως προς την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών πολιτικής προστασίας που και αυτή απέτυχε παντελώς.
Κατά ένα τρόπο επιβεβαιωθήκαν οι επισημάνσεις της Ε.Δ.Υ.ΘΕ (και όχι μόνο), δυστυχώς με τον πιο δραματικό τρόπο.
Τότε στις θέσεις μας είχε επίσης περιληφθεί, πλην των πλημμυρών, και η έντονη ανησυχία για τα επαναλαμβανόμενα φαινόμενα ανομβρίας και παρατεταμένης ξηρασίας.
Γι’ αυτό και επισημάναμε πως «παραμένει ως κυρίαρχο θέμα για τη Θεσσαλία η ΑΣΦΑΛΕΙΑ των κατοίκων από τις δραματικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στην ζωή τους, στο εισόδημα τους και τελικά στην ίδια την επιβίωση τους στην περιοχή, τα φαινόμενα της έντονης λειψυδρίας, της ανομβρίας και της παρατεταμένης ξηρασίας».
Προτείναμε μάλιστα και την δημιουργία «ισχυρών υδατικών αποθεμάτων που δυστυχώς σήμερα δεν υφίστανται».
Σήμερα σε πρώτη προτεραιότητα τίθεται προφανώς η αντιμετώπιση των προβλημάτων από τις καταστροφές που προκλήθηκαν, η στήριξη και η αποκατάσταση των πληγέντων από τις πλημμύρες, οι οποίες τελικά κυριάρχησαν στην επικαιρότητα αλλά και στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών.
Παρόλα αυτά δεν θεωρούμε πως έχει κάποιος το δικαίωμα να αγνοήσει την απειλή της ξηρασίας καθώς και την ανομβρία του περασμένου χειμώνα, παραπέμποντας στο απώτερο μέλλον την δημιουργία ικανών υδατικών αποθεμάτων.
Και όλα αυτά συμβαδίζουν με την επιβαλλόμενη εκπόνηση ενός νέου σχεδίου για την γεωργία και κτηνοτροφία.
Με αφορμή λοιπόν την σημαντική υπό συζήτηση «ανασυγκρότηση» της κατεστραμμένης Θεσσαλίας θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να εξεταστεί η πολιτική και τα έργα διασφάλισης των απαραίτητων υδατικών πόρων για τους σκοπούς αυτούς, συνδυαστικά τόσο με για την αντιμετώπιση των φαινομένων ξηρασίας όσο και αυτών της προστασίας από πλημμύρες.
Τέλος στην ΑΝΑΦΟΡΑ της Ε.Δ.Υ.ΘΕ είχε επισημανθεί και η «αφανής οικολογική καταστροφή που συντελείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες» καθώς και η ανάγκη για «αποκατάσταση της ισορροπίας στα οικοσυστήματα» στη Θεσσαλία που «αντιμετωπίζει εμφανώς σοβαρούς κινδύνους ερημοποίησης».
Εξάλλου είναι ευρέως γνωστό πως το θέμα των ελλειμμάτων νερού ανέκαθεν αποτελούσε κορυφαία παθογένεια και απειλή για τον τόπο μας και πως η συσσώρευση αυτών των ελλειμμάτων (ιδιαίτερα των υπόγειων) συνεχίζεται ασταμάτητα, δεδομένου πως κάθε χρόνο η κατανάλωση υπερβαίνει κατά πολύ τις ποσότητες υδάτων που μπορούν να εξευρεθούν με βιώσιμο τρόπο.
Για αυτούς τους λόγους επιμένουμε στην «πρόσθετη ενίσχυση του υδατικού δυναμικού της ΛΑΠ Πηνειού από την ΛΑΠ Αχελώου». Πρόκειται για μια ποσότητα νερού έως 250 εκατ. κ. μ. ετησίως που κυρίως κατά τους θερινούς μήνες θα «αφαιρείται» από τον υδροηλεκτρικό ταμιευτήρα Συκιάς για την βέλτιστη κάλυψη των αναγκών νερού στην λεκάνη απορροής Πηνειού (οικολογική αποκατάσταση, αρδεύσεις, υδρεύσεις).
Ας σημειωθεί πως στην υπό διαβούλευση αναθεώρηση του Σχεδίου Διαχείρισης Υδάτων (ΣΔΛΑΠ), που αναμένεται να «οριστικοποιηθεί» κατά την επόμενη περίοδο, συμπεριλαμβάνεται το σενάριο «ενίσχυσης» από την ΛΑΠ Αχελώου, σενάριο που είχε τεκμηριωθεί και εγκριθεί με σχετική υπουργική απόφαση ήδη από το 2014.
Είναι σαφές συνεπώς πως η διατήρηση έως σήμερα αυτής της εκκρεμότητας αποτελεί μια ανεύθυνη πολιτική στάση και προφανώς δεν μπορεί άλλο να συνεχιστεί.
Για να συμβεί όμως αυτό, σύμφωνα με την δική μας άποψη, απαιτείται και μια ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ από την Ελληνική Βουλή, όπως άλλωστε πριν δυο χρόνια ζητήσαμε από τον Πρόεδρο της Βουλής με την επιστολή που αναφέραμε.
Ακριβώς μέσα από μια τέτοια πολιτική δημοκρατική διαδικασία διεκδικούμε επίμονα την υπέρβαση αυτής της εκκρεμότητας.
Και φυσικά η συζήτηση αυτή συνδέεται και με την ενεργειακή πολιτική των κυβερνήσεων και ειδικότερα με την ενίσχυση του τομέα της υδροηλεκτρικής παραγωγής, κάτι που σήμερα, παρότι για τη Θεσσαλία αποτελεί σημαντικό αναπτυξιακό στόχο, παραμένει έξω από τον σχεδιασμό πολλών τελευταίων κυβερνήσεων.
Ας μην ξεχνάμε πως το ύψος των επενδύσεων που παλαιοτέρα έχουν γίνει σε σπουδαία υδροηλεκτρικά έργα στην περιοχή μας (ΥΗΕ Μεσοχώρας και Συκιάς επί του Άνω Αχελώου) προσεγγίζει αθροιστικά το ένα (1) δισεκατομμύριο ευρώ (!!) από δημόσιους πόρους, τα οποία προς το παρόν παραμένουν αναξιοποίητα, λες και τα χρήματα μας περισσεύουν…..
Αλήθεια ποιος έχει το δικαίωμα, όσο ψηλά και εάν βρίσκεται, να θέτει εμπόδια και να αδιαφορεί για την ολοκλήρωση και λειτουργία των δυο αυτών ΥΗ Σταθμών, συνολικής εγκατεστημένης ισχύος κοντά στα 400 MW ;
Ποιος έχει το δικαίωμα να παραγνωρίζει την αξία μιας τέτοιας επένδυσης όταν αυτό αφορά ένα λαό που υποφέρει από την ενεργειακή φτώχεια και μια χώρα σχεδόν πτωχευμένη, με επίσημο δημόσιο χρέος πάνω από 200% ;
Και ποιος μπορεί να παρακάμπτει το γεγονός πως μόνο για τις αντλήσεις αρδευτικού υπόγειου νερού στο θεσσαλικό κάμπο η συνολική κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος φθάνει στις 700 GWh ετησίως, κάτι που σημαίνει πως με τα έργα αυτά τα ενεργειακά ελλείμματα της Θεσσαλίας θα μπορούσαν να μειωθούν κατακόρυφα ;
Για εμάς όλα αυτά επιβάλλουν την άμεση ενεργοποίηση της κεντρικής και τοπικής εξουσίας.
Και καμμιά εκλογική επιτυχία, είτε σε βουλευτικές είτε σε τοπικές εκλογές, δεν προσφέρει στις κυβερνήσεις το δικαίωμα τέτοια σοβαρά ζητήματα να τα «κρύβουν κάτω από το χαλί», να τα τραινάρουν υπό την ανοχή φιλικών τοπικών αρχών και τέλος, ανεξάρτητα από προθέσεις, να στηρίζουν έμμεσα κάποια ισχυρά ανταγωνιστικά ενεργειακά συμφέροντα (εισαγωγείς και παραγωγούς ενέργειας από ορυκτό φυσικό αέριο και LNG, ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά κοκ).
Και ας μην μας διαφεύγει πως η ολοκλήρωση των έργων αυτών θα δώσει τη δυνατότητα για εργασία σε ένα ακόμη μέρος από τους πληγέντες θεσσαλούς και ειδικά τους νέους, που μετά τις πρόσφατες καταστροφές εξετάζουν σοβαρά την περίπτωση να αναζητήσουν την τύχη τους σε άλλους τόπους.
Όλα τα παραπάνω λοιπόν πρέπει άμεσα να απασχολήσουν τους πολιτικούς.
Θα ήταν μάλιστα σημαντικό ο σημερινός Πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί να δεσμευτούν πως, μαζί με τα έργα του αναγκαίου αντιπλημμυρικού σχεδιασμού, θα χρηματοδοτηθούν και θα υλοποιηθούν όλα τα μέτρα (δράσεις και έργα) που προβλέπονται στο υπό διαβούλευση ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας.
Αποτελεί απαίτηση όλων των θεσσαλικών οργανώσεων να μην επαναληφθεί αυτό που συνέβη με τα προηγούμενα Σχέδια, όπου από το 2014 έως και σήμερα έμειναν ανεκμετάλλευτα στα συρτάρια υπουργών και υπηρεσιών, που δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον να τα εφαρμόσουν, παρότι για πολλά από τα προβλεπόμενα μέτρα είχαν και εξασφαλισμένη χρηματοδότηση.
Σε αυτή την κατεύθυνση θα επικεντρωθεί και η προσπάθεια της Ε.Δ.Υ.ΘΕ κατά το επόμενο διάστημα και ειδικά κατά την κρίσιμη επικείμενη διαβούλευση του ΣΔΛΑΠ Θεσσαλίας, θέμα στο οποίο σύντομα θα επανέλθουμε.
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
Περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες της Ε.Δ.Υ.ΘΕ