Το ενεργειακό τοπίο της Ελλάδας στις σημερινές συνθήκες
Α. Γενικά
Η επί δεκαετίες συνεχιζόμενη παγκοσμίως συζήτηση για την αντιμετώπιση των κλιματικών φαινομένων θέτει, αντικειμενικά, σε προτεραιότητα την επαναχάραξη της ενεργειακής πολιτικής σε πολλες χώρες του πλανήτη (ή σε ομάδες χωρών π.χ. ΕΕ).
Οι προκλήσεις, όπως η κλιματική αλλαγή και ο στόχος μείωσης των εκπομπών CO2, είναι οικουμενικές. Δυστυχώς όμως η αγωνία των λαών για το μέλλον του πλανήτη δεν συμβαδίζει με τα κριτήρια και τα εργαλεία των αναγκαίων πολιτικών που ακολουθούνται και ειδικά των επιλογών στον ενεργειακό τομέα. Αυτά ποικίλλουν ανάλογα με τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά συμφέροντα, κυρίως των «μεγάλων» της γης, που επιζητούν την διαμόρφωση ενός ενεργειακού χάρτη προσαρμοσμένου στις δικές του ενεργειακές πηγές και στρατηγικές επιδιώξεις.
Στο πλαίσιο αυτό και παράλληλα με ένα ασταθές περιβάλλον στην περιοχή της, η Ελλάδα αναζητά το δικό της ενεργειακό μέλλον, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη πολιτική, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα, σχεδόν πανομοιότυπα Εθνικά Σχέδια (ΕΣΕΚ) των δύο τελευταίων Κυβερνήσεων (ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ΝΔ).
Β. Η απολιγνιτοποίηση και το φυσικό αέριο
Κεντρική ιδέα της πολιτικής στην Ελλάδα είναι η «απολιγνιτοποίηση», δηλαδή η οριστική διακοπή (έως το 2030) της παραγωγής ενέργειας από τον εγχώριο λιγνίτη, με παράλληλη προώθηση των ΑΠΕ, επιλέγοντας όμως, σχεδόν αποκλειστικά τα αιολικά και φωτοβολταϊκά πάρκα, εξαιρώντας το υδροηλεκτρικά. Την ίδια στιγμή, και σε αυτό θα σταθούμε ιδιαίτερα, επεκτείνεται διαρκώς η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο, το φυσικό αέριο, το οποίο από την περίοδο Σημίτη καθιερώθηκε (ορθώς) ως λύση για την βιομηχανική και (κυρίως) οικιακή χρήση (θέρμανση, ζεστό νερό), στην συνέχεια όμως, όλως τυχαία, υποκατέστησε σταδιακά μέρος της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο ΕΣΕΚ, η συμμετοχή του στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής εκτοξεύεται και θα αποτελέσει για τα πολλά επόμενα την «γέφυρα» στην υποκατάσταση της παραγωγής λιγνίτη στη χώρα.
Και όπως αναφέρουν τα ρεπορτάζ (δες εδώ 14/8/2020 «Κεφάλαιο»), «ενδεικτική των αλλαγών είναι η εικόνα του Ιουνίου, ως προς το μείγμα ηλεκτροπαραγωγής : … οι μονάδες φυσικού αερίου κάλυψαν το 48,06 %, οι ΑΠΕ 34,74 % , τα υδροηλεκτρικά το 9,77 % και ο λιγνίτης περιορίστηκε μόλις στο 7,42 %..».
Οι ενστάσεις ως προς τον προνομιακό ρόλο που προσέδωσαν (με πολιτικές αποφάσεις) οι Κυβερνήσεις στο φυσικό αέριο είναι πολλές. Στις ΗΠΑ « Οι επιστήμονες έχουν επανειλημμένα υπογραμμίσει ότι το φυσικό αέριο δεν είναι καθαρό και ότι εξελίσσεται σε μεγαλύτερη απειλή για το κλίμα λόγω της τεράστιας κλίμακας CO2 που εκπέμπει η καύση του …» (Εφ. Συν, 22-23 Αυγούστου 2020).
Επίσης «καταλογίζουν …την σημαντική ποσότητα μεθανίου που διαρρέει κατά την διάρκεια της παραγωγής του, το οποίο αποτελεί ένα πολύ ισχυρό παράγοντα θέρμανσης (σ.σ. : της ατμόσφαιρας) βραχυπρόθεσμα …» (ο.π.)
Και όπως δημόσια έγινε γνωστό, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ Τζον Μπάϊντεν υποσχέθηκε αγώνα κατά των ορυκτών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού αερίου.
Αλλά και στην Ελλάδα υπάρχουν σοβαρές και τεκμηριωμένες επιφυλάξεις για το ίδιο θέμα. Ενδεικτικά : «… η αύξηση … της ισχύος μονάδων ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο… εμπλέκει τις επόμενες δεκαετίες το ενεργειακό σύστημα της χώρας σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές της εξάρτησης από τον λιγνίτη…» (Γ. Παπαρσένος, Καθημερινή, 15 Μαρτίου 2020).
Μάλιστα ο έγκυρος αρθρογράφος επισημαίνει ότι, υπό προϋποθέσεις, «…η χώρα κινδυνεύει να διολισθήσει …σε συνθήκες ομηρίας προς την Τουρκία για τις ποσότητες φυσικού αερίου που εισάγονται στη χώρα μας μέσω αυτής..» (ο.π.).
Επίσης ο πρώην βουλευτής και Υπουργός Πάρις Κουκουλόπουλος, ισχυρίζεται σε άρθρο του στα «ΝΕΑ» (27 Ιουνίου 2020) ότι «..η απολιγνιτοποίηση πρέπει να προχωρήσει πιο ομαλά και σε συνδυασμό με την ανάπτυξη ΑΠΕ, όχι του ορυκτού αερίου..».
Ακόμη και ο πρώην Υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Σταθάκης, που πρώτος αυτός συνέταξε το ΕΣΕΚ της χώρας το 2018 και ως πυλώνα της απολιγνιτοποίησης θεώρησε το φυσικό αέριο, πλέον ισχυρίζεται ότι «..Η γρήγορη απολιγνιτοποίηση σημαίνει νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής φυσικού αερίου, με σημαντικές επενδύσεις και αμφίβολη απόσβεση…» (Εφ. Συν, 5-7 Ιουνίου 2020).
Στο ίδιο θέμα η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ κ. Φ. Γεννηματά σε συνέντευξη της στην ΕΤ-3 περί τα τέλη Μαϊου δήλωσε πως δεν κατανοεί την απόφαση της Κυβέρνησης για επίσπευση σχετικά με το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων στην Δυτική Μακεδονία λέγοντας ότι «..Δεν είναι υποχρέωσή μας να τις κλείσουμε έως το 2023… Δεν πρέπει η χώρα μας να εξαρτάται μόνο από εισαγόμενη ενέργεια..». Ορθή, κατά την άποψή μας δήλωση, δεδομένου ότι το όριο που έχει τεθεί από την ΕΕ για την απολιγνιτοποίηση είναι το 2050 (!) και η Γερμανία π.χ. επέλεξε αντίστοιχα ως στόχο της το έτος 2038, δηλαδή έναν πολύ πιο ρεαλιστικό και ελεγχόμενο ρυθμό για την αναγκαία μετάβαση.
Τέλος, από την σκοπιά της λειτουργίας της αγοράς και της διαμόρφωσης των τιμών ενέργειας, εδώ και χρόνια κορυφαίοι παράγοντες του ενεργειακού τομέα, όπως οι «γκουρού» Δ. Παπαμαντέλος (πρ. διοικητής ΔΕΗ) και Κ. Γιωτόπουλος, προειδοποιούσαν : « …Η αύξηση του μεριδίου του φυσικού αερίου και ΑΠΕ στο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής οδήγησε σε αύξηση των τιμών. Εάν υπάρξει περαιτέρω μείωση του μεριδίου της λιγνιτικής παραγωγής στο σύστημα, θα προκύψουν και άλλες αυξήσεις τιμών..» («Θέμα», 6 Μαρτίου 2014).
Σημειωτέον επίσης ότι «Ανταγωνισμός (σ.σ. : στην αγορά ενέργειας) με την ουσιαστική έννοια του όρου δεν μπορεί να υπάρξει …. η αγορά ηλεκτρισμού έχει χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν περισσότερο σε ολιγοπώλιο ..» και στην συνέχεια αναφέρονται σε «..άτυπες συμφωνίες μεταξύ των “παικτών” για αποφυγή πραγματικού ανταγωνισμού… όσο επινοητική και εάν είναι η κρατική …εποπτεία..» θεωρώντας παράλληλα ότι «…οι νέοι παίκτες θα διαμορφώνουν τα τιμολόγια….θα στοχεύουν σε … πιο βραχυπρόθεσμο προσανατολισμό ως προς την ανάκτηση κεφαλαίου..».
Δυστυχώς οι ανησυχίες αυτές σήμερα έχουν επιβεβαιωθεί. Είναι, συνεπώς, αναγκαίο και οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι και κυρίως η σημερινή κυβέρνηση να επανεξετάσουν τα κριτήρια τους για τις κρίσιμες επιλογές σχετικά με το φυσικό αέριο, ενώ ταυτόχρονα οφείλουν, με υπευθυνότητα και περισσότερη ειλικρίνεια, να εκθέσουν στους πολίτες την πραγματική κατάσταση στον ενεργειακό τομέα.
Επιθυμούμε να κλείσουμε το κεφάλαιο του φυσικού αερίου επικεντρώνοντας σε ένα βασικό κριτήριο ενεργειακού σχεδιασμού που ισχύει σε όλες τις χώρες του κόσμου και που αφορά στην ενεργειακή τους εξάρτηση.
Δυστυχώς, οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ αγνόησαν – κυριολεκτικά – το κριτήριο αυτό καθώς και το γεγονός ότι η εξάρτηση της χώρας κινείται εδώ και χρόνια με ταχείς αυξητικούς ρυθμούς, τείνοντας σε επίπεδα άνω του 75 % (!), την ίδια ώρα που ο μέσος όρος των χωρών της ΕΕ βρίσκεται στο 54% και όλες δίνουν μάχες για τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης, κυρίως από ανατολάς.
Προφανώς η ενεργειακή εξάρτηση δεν αποτελεί κάποιο θέμα πολιτικά ουδέτερο, ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις της είναι πολλαπλές στο γεωπολιτικό επίπεδο, στην απώλεια επενδυτικών ευκαιριών με βάση εγχώριους ενεργειακούς πόρους (π.χ υδροηλεκτρικά έργα), στον τομέα της απασχόλησης, στο άνοιγμα του εμπορικού ισοζυγίου, κ.α. Τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία εξάρτησης της χώρας κρούουν πολλοί αναλυτές. Ενδεικτικά, ο πρώην Υπουργός (επί Κυβέρνησης Σαμαρά) Γιάννης Μανιάτης, σε πρόσφατο άρθρο του στην Καθημερινή (29-30 Αυγούστου 2020) επισημαίνει ότι «..Με πρόσφατες τις οδυνηρές εμπειρίες της ΕΕ από τρίτες χώρες, ….συνειδητοποιήθηκε απολύτως ότι Γεωστρατηγική Ανεξαρτησία, χωρίς Αυτονομία σε ενέργεια και κρίσιμα αγαθά είναι αδύνατη. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα …με την εθνική οικονομία κατά 100% εξαρτημένη από εισαγωγές υδρογονανθράκων να δαπανά κάθε χρόνο για εισαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου περίπου 5,5 δις ευρώ..».
Γ. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ)
Στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε στις τρεις βασικές ΑΠΕ, δηλαδή την ηλιακή/ φωτοβολταϊκά (Φ/Β), την αιολική/ανεμογεννήτριες (α/γ) και την υδραυλική/υδροηλεκτρικά έργα (ΥΗΕ).
Από την αρχή επισημαίνουμε ότι η χρήση των ΑΠΕ αποτελεί αναμφισβήτητα το ενεργειακό μέλλον της χώρας, την αποτελεσματική απάντηση στην αντιμετώπιση των κλιματικών φαινομένων και την άριστη ανταπόκριση στο βασικό κριτήριο της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας, κάτι που αναδείξαμε στα προηγούμενα. Παρόλα αυτά, κατηγορηματικά απορρίπτουμε την αντιεπιστημονική και ανορθόδοξη άποψη που θεωρεί ως ΑΠΕ, σχεδόν αποκλειστικά, την ηλιακή και αιολική ενέργεια, εξαιρώντας σκόπιμα την πολύτιμη ΥΗ ενέργεια. Εκτιμούμε μάλιστα ότι τέτοιες επιλεκτικές στρεβλώσεις και πρακτικές, πολιτικών και αναλυτών, αντικειμενικά υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα στους εν εξελίξει ευρισκόμενους ενεργειακούς ανταγωνισμούς.
Στα επόμενα θα συνεξετάσουμε τις τρεις αυτές βασικές ΑΠΕ.
(α). Ηλιακή ενέργεια
Προσφέρεται απεριόριστα και δικαίως διεκδικεί ένα σημαντικό μερίδιο στο ενεργειακό μείγμα στην χώρα μας . Δυστυχώς τα Φ/Β εγκαθίστανται συχνά χωρίς χωροταξικό σχεδιασμό, ενώ βασικό κίνητρο αποτελεί το ιδιωτικό κέρδος και η ικανοποίηση μικρών ή μεγάλων συμφερόντων, κάτι που ορισμένες φορές οδηγεί σε απαράδεκτες επιλογές (π.χ. εγκατάσταση σε αγροτεμάχια γης υψηλής παραγωγικότητας, την ίδια ώρα που η αγροδιατροφή αποτελεί κρίσιμο τομέα για το μέλλον της χώρας μας).
Επίσης, στο βαθμό που η αποθήκευση ενέργειας σε μπαταρίες αποτελεί, ίσως για πολλά χρόνια ακόμη, τεχνολογικό εμπόδιο στις α/γ και τα Φ/Β, είναι προφανές ότι τα όρια επέκτασης αυτών των μορφών ενέργειας είναι σχετικά περιορισμένα. Θα σημειώσουμε επίσης ότι, δυστυχώς, η εγχώρια παραγωγή Φ/Β πάνελς υστερεί, οπότε με τον τρόπο αυτό «προσφέρουμε» ευκαιρίες σε άλλες χώρες παραγωγής Φ/Β, επιβαρύνεται το εμπορικό μας ισοζύγιο και αναιρούνται στην πράξη, κατά ένα σημαντικό βαθμό, τα οφέλη από την εγκατάσταση Φ/Β στην Ελλάδα.
Τέλος, παραμένει το θέμα της αρνητικής συμβολής των Φ/Β (όπως και των αιολικών) στο πρόβλημα ευστάθειας του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω του αστάθμητου παράγοντα του χρόνου και της διακύμανσης στην παραγωγή της ενέργειας από αυτά, κάτι που οδηγεί στην έλλειψη «ευελιξίας» των συστημάτων αυτών.
(β). Αιολική ενέργεια
Ανάλογα με τα παραπάνω ισχύουν και για τις α/γ. Εδώ όμως θα αναφερθούμε στις πρόσθετες δυσκολίες που δημιουργούν οι σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εγκατάσταση α/γ. Με δεδομένο ότι η σημερινή Κυβέρνηση έδωσε ευρύ πεδίο εγκατάστασης αιολικών μονάδων, συνολικής ισχύος 7 GW (και ήδη η ισχύς όσων μονάδων βρίσκονται σε εμπορική ή δοκιμαστική λειτουργία τείνει να καλύψει το 50% της συνολικής ισχύος), οι αναλυτές και κυρίως οι πολίτες των περιοχών στις οποίες εγκαθίστανται α/γ αντιδρούν, συχνά έντονα, και προβάλλουν πιεστικά τα αιτήματα τους, όπως την ανάγκη ειδικού χωροταξικού σχεδιασμού, όχι νέες αδειοδοτήσεις (προσωρινά για ένα διάστημα), όχι σε νέες άδειες εντός περιοχών Natura, την προστασία αρχαιολογικών περιοχών, ορεινών περιοχών εξαιρετικού κάλλους και τοπίων (με στόχο την προστασία από ηχητική και οπτική ρύπανση), όχι στην επιβάρυνση με έργα οδοποϊίας και σκυροδεμάτων σε «παρθένες» δασικές ή και τουριστικές περιοχές κ.ο.κ.
Η κατά κανόνα έλλειψη αντισταθμιστικών οφελών στις τοπικές κοινωνίες των περιοχών εγκατάστασης α/γ επιτείνει τα προβλήματα, δημιουργεί δυσπιστία, οπότε επιβάλλεται (ως βασική αρχή) ο καθαρός και ειλικρινής διάλογος ανάμεσα στην πολιτεία και τους ενδιαφερόμενους.
(γ). Υδροηλεκτρική ενέργεια (ΥΗΕ)
Η ΥΗΕ αποτελεί πολύ καλής ποιότητας ΑΠΕ, με υψηλό βαθμό απόδοσης (περίπου 90 %) και διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τις δυο άλλες ΑΠΕ που περιγράψαμε. Βασικό της πλεονέκτημα επίσης αποτελεί ο μεγάλος βαθμός εγχώριας προστιθέμενης αξίας, ο οποίος ανέρχεται σε ποσοστό 80 % (όταν π.χ. τα αιολικά περιορίζονται στο 20 %). Στις σημερινές δύσκολες οικονομικές συνθήκες της χώρας μας, αυτό το χαρακτηριστικό της ΥΗΕ θα έπρεπε να ληφθεί πολύ πιο υπεύθυνα και σοβαρά υπόψη στον ενεργειακό σχεδιασμό.
Επιπλέον η υδροηλεκτρική ενέργεια αποτελεί, λόγω της ευελιξίας της στην παραγωγή, αναντικατάστατο στοιχείο για την ευστάθεια του συστήματος και καλύπτει αποτελεσματικά τις αιχμές της ζήτησης.
Όμως στην τρέχουσα συγκυρία της επαναχάραξης ενεργειακής πολιτικής και της ενίσχυσης των ΑΠΕ έχει αναδειχθεί ως μείζον θέμα η αποθήκευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Η μοναδική σήμερα και απολύτως οικολογική δυνατότητα αποθήκευσης ενέργειας (σημ. για την ώρα τα υπό μελέτη συστήματα μπαταριών είναι αντιοικολογικά και αντιοικονομικά), με δεδομένο και το εδαφικό ανάγλυφο της χώρας μας, είναι η παραγωγή ΥΗ ενέργειας μέσω συστημάτων άντλησης – ταμίευσης. Τα συστήματα αυτά πρακτικά εκμεταλλεύονται τον φυσικό πόρο (νερό) και στην συνέχεια τον επαναφέρουν στον ταμιευτήρα του, κατά τις ώρες που το σύστημα διαθέτει ανεκμετάλλευτη «περίσσεια» ενέργειας, ουσιαστικά χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση !
Και είναι απορίας άξιο πως αυτή η σημαντική προοπτική για νέα ΥΗ έργα, που διαμορφώνεται σήμερα και για την Ελλάδα, «αγνοήθηκε» ή εξαιρέθηκε με πολιτικές αποφάσεις, για τις οποίες κάποιοι οφείλουν εξηγήσεις στον Ελληνικό λαό.
Ας σημειωθεί ότι η πορεία της χώρας μας στην ανάπτυξη ΥΗ έργων κινείται σε απολύτως αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με την διεθνή πρακτική σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη, όπου η ανάπτυξη ΥΗ έργων για την περίοδο 2004 – 2010 αυξήθηκε κατά 60 % (!), ενώ ένα σημαντικό μέρος των νέων έργων αναφέρεται σε άντληση – ταμίευση. Ανάλογα κινούνται και οι χώρες της Ευρώπης, οι οποίες εγκαθιστούν νέα έργα άντλησης – ταμίευσης, βελτιώνοντας την ευελιξία και την απόδοση του ενεργειακού τους συστήματος, κάτι που στην δική μας χώρα θα έπρεπε να αποτελεί στρατηγική επιλογή.
Τα ΥΗΕ με φράγμα και ταμιευτήρα νερού (η συνήθης μορφή τους) αποτελούν κατά βάση έργα πολλαπλού σκοπού, δηλαδή προσφέρουν την δυνατότητα, εκτός από την υδροηλεκτρική παραγωγή, τα νερά να χρησιμοποιούνται στις αρδεύσεις, στις υδρεύσεις πόλεων και οικισμών, να βελτιώνουν την βιοποικιλλότητα και να δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες στην πανίδα των ποταμών, να ενισχύουν την ανάπτυξη δραστηριοτήτων στην ευρύτερη περιοχή των τεχνητών λιμνών (τουρισμός κλπ).
Εξ’ άλλου στους ταμιευτήρες των ΥΗ έργων δημιουργούνται σημαντικά υδατικά αποθέματα που, ειδικά στις μεσογειακές χώρες όπως η Ελλάδα, συμβάλλουν στην αντιμετώπιση παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας καθώς και στην προστασία από πλημμύρες σε κατάντη πεδινές περιοχές, φαινόμενα που γίνονται έντονα και εμφανίζονται όλο και πιο συχνά λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Πρακτικά, τα φράγματα και οι ταμιευτήρες υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο την αναγκαία ορθολογική διαχείριση των υδάτων, κάτι που για τα δεδομένα της χώρας μας δεν θα ήταν δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς τα έργα αυτά.
Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά πλεονεκτήματα της ΥΗ ενέργειας ισχύουν κατά κόρον στην περιοχή της Θεσσαλίας, όπου όχι μόνο δεν εντάσσονται νέα ΥΗ έργα, αλλά ακόμη και εκείνα που ήταν προγραμματισμένα επί του Άνω Αχελώου από την δεκαετία 1970, είτε δεν έχουν τεθεί ακόμη σε λειτουργία, παρότι ολοκληρωμένα (ΥΗΣ Μεσοχώρας), είτε δεν προχωρούν οι διαδικασίες ολοκλήρωσης τους, όπως στην Συκιά, η οποία σημειωτέον, εκτός από συμβατικό ΥΗ έργο, μπορεί να λειτουργήσει και ως πολύτιμο έργο άντλησης - ταμίευσης, με σταθμό παραγωγής στην έξοδο της σήραγγας μεταφοράς των υδάτων (Δρακότρυπα Μουζακίου). Δύσκολα, όλα όσα συμβαίνουν στα έργα αυτά, μπορεί να θεωρηθούν ως τυχαία.
Κάποιοι «αντίπαλοι» της ΥΗ ενέργειας, που συνήθως υποστηρίζονται και από μεγάλα ανταγωνιστικά συμφέροντα, προβάλλουν τον λογικοφανή ισχυρισμό ότι η κατασκευή φραγμάτων και η δημιουργία τεχνητών λιμνών αλλοιώνει το φυσικό περιβάλλον, λες και οι άλλες μορφές ενέργειας (π.χ εξόρυξη υδρογονανθράκων, αιολικά κλπ) δεν έχουν επιπτώσεις στη φύση και στο περιβάλλον.
Στην πραγματικότητα κάθε αλλαγή του φυσικού περιβάλλοντος δεν είναι κατ’ ανάγκην αρνητική. Αντίθετα, όταν ένα τέτοιο έργο μελετηθεί σωστά και εφαρμοστούν με επιμέλεια τα επανορθωτικά μέτρα που καθορίζονται στις εγκριτικές αποφάσεις (περιβαλλοντικοί όροι) της Πολιτείας, τότε το νέο φυσικό περιβάλλον σε τίποτα δεν υστερεί από εκείνο που προσφέρει μια φυσική λίμνη. Τυπικά παραδείγματα αποτελούν στη χώρα μας η λ. Κερκίνη, η λ. Ν. Πλαστήρα κ.α. Εξ’ άλλου με το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης, τις τεχνικές γνώσεις και τις οικολογικές ευαισθησίες θα ήταν εύκολο να αποφευχθούν τυχόν λάθη του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση πάντως ο διάλογος Πολιτείας και τοπικών κοινωνιών, όπως και στις άλλες ΑΠΕ, αναμφισβήτητα επιβάλλεται.
Συνοπτικά το υδατικό δυναμικό της χώρας μας που προσφέρεται για παραγωγή ενέργειας αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς εγχώριους πόρους. Έως σήμερα από το τεχνικά και οικονομικά εκμεταλλεύσιμο υδροδυναμικό στην Ελλάδα έχει αξιοποιηθεί μόνο το 33 % (!), ενώ από το 1999 δεν έχει ενταχθεί σε πρόγραμμα κανένα νέο ΥΗ έργο (!), με αποτέλεσμα η συμμετοχή της ΥΗ ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα να περιορίζεται στο 10 % (περίπου) και να βαίνει μειούμενο. Ας σημειωθεί ότι οι πιο πολλές χώρες της ΕΕ (και όχι μόνο) έχουν εδώ και δεκαετίες αξιοποιήσει σχεδόν στο σύνολό του το αντίστοιχο υδροδυναμικό (π.χ. Γερμανία το 99 %). Τέλος ας μην μας διαφεύγει ότι στην παρούσα μεταβατική κατάσταση αυξάνονται και οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας (από 4 % το 2013 στο 19 % το 2019), που ουσιαστικά σημαίνει ότι, την ώρα που εμείς κλείνουμε τις λιγνιτικές μονάδες, μέρος των αναγκών μας καλύπτεται από λιγνιτικά της Β. Μακεδονίας και πυρηνικά (!) από Βουλγαρία (Κοζλοντούι).
Εν κατακλείδι, φαίνεται ότι στην Ελλάδα το βασικό κριτήριο σχεδιασμού είναι η διαμόρφωση ευνοϊκού πεδίου για ιδιωτικές επενδύσεις (π.χ. α/γ Φ/Β κ.α) σε αντιδιαστολή με τις προοπτικές ενός σύγχρονου και ασφαλούς συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας, τον περιορισμό της ενεργειακής εξάρτησης και την επίτευξη χαμηλής τιμής ενέργειας.