ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Αριστείδης Λαμπρούλης, Κεφάλαιο IΙΙ. Η «απεξάρτηση» του συστήματος ύδρευσης της Λάρισας από τον Πηνειό ποταμό

 

Όπως προαναφέραμε, οι αγώνες για σύγχρονες εγκαταστάσεις ύδρευσης, με υδροδότηση από τον Πηνειό και με παροχέτευση υγιεινού νερού στους Λαρισαίους, άρχισαν την δεκαετία του 1920 και ολοκληρώθηκαν επιτυχώς στο τέλος της ίδιας δεκαετίας (δες κεφάλαιο ΙΙ και παράρτημα 1).

Τα έργα αυτά άντεξαν στον χρόνο και η πόλη είχε διασφαλίσει επί δεκαετίες την λύση σε ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό, για κάθε Δημοτική Αρχή.

Όμως η μεγάλη ανάπτυξη της Λάρισας, ιδιαίτερα μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, την Γερμανοϊταλική κατοχή και τον εμφύλιο, και ειδικά τις δεκαετίες 1970 – 1980, έδειξαν ότι το σύστημα υδροδότησης από τον Πηνειό είχε πλέον κλείσει τον κύκλο της ζωής του. Το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν (κυρίως) ποσοτικό αλλά πρόβλημα συνολικής διαχείρισης των υδάτων του ποταμού. Η εκτεταμένη χρήση του νερού για αρδεύσεις αλλά και η ρύπανση από την Βιομηχανία και την Γεωργία καθιστούσαν ήδη δύσκολο το έργο της ΔΕΥΑΛ και προβλημάτιζαν την Δημοτικές αρχές. Όμως, ειδικά μετά την δεκαετία 1970, άρχισαν ανεξέλεγκτα και οι αυθαίρετες παρεμβάσεις στο ποτάμι (φράγματα συγκράτησης νερού στο ποτάμι από αγρότες, υπεραντλήσεις κ.λ.π.) κατά την θερινή αρδευτική περίοδο και παράλληλα ο έλεγχος των βιομηχανικών αποβλήτων ήταν (επιεικώς) ελλιπής.

Ας σημειωθεί επίσης ότι με την ανέγερση πολύ υψηλών κτιρίων και την συνεχή επέκταση της πόλης τις δεκαετίες 1970 – 1980, υπήρχε έντονο και το πρόβλημα της χαμηλής πίεσης του νερού στους υψηλούς ορόφους. Όλα λοιπόν έδειχναν πως είχε έλθει η ώρα για αναζήτηση νέων πηγών και συστήματος υδροδότησης. Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα που προστέθηκε σε όλα τα παραπάνω ήταν και η παλαιότητα του δικτύου ύδρευσης της πόλης, οι συχνές ζημιές (σπασίματα, διαρροές, κ.λ.π.), καθώς και η ανάγκη χρησιμοποίησης νέων υλικών στους σωλήνες.

Την περίοδο εκείνη, μετά την επανεκλογή του Α.Λ κατά τις εκλογές (Φθινόπωρο 1981), η νέα διοίκηση της ΔΕΥΑΛ επικεντρώθηκε πολύ σοβαρά στο θέμα της ύδρευσης, παράλληλα με την κατασκευή έργων αποχέτευσης.

Έγραφε ο ΑΛ για την ύδρευση – αποχέτευση (1982) :

« ….Τα ζητήματα αυτά, παρά την φαινομενική τους απλότητα παρουσιάζουν μεγάλες δυσχέρειες στην καθημερινή ζωή αλλά και στην προοπτική αντιμετώπισή τους. Συνδέονται πρώτα απ’ όλα με την ανάπτυξη της πόλης αποτελώντας ταυτόχρονα και προϋποθέσεις γι’ αυτή την ανάπτυξη αφού είναι βασικά έργα υποδομής. Σήμερα στην πόλη μας το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο γιατί το κόστος των έργων αυτών είναι πολύ υψηλό και συγχρόνως η αναγκαιότητα για γρήγορη εκτέλεσή τους είναι αναμφισβήτητη. Οι ανάγκες για ύδρευση στους νέους οικισμούς με την επέκταση του σχεδίου πόλης, η απαραίτητη ανακαίνιση και συντήρηση του δικτύου ύδρευσης καθώς και τα μεγάλα έργα της αποχέτευσης και καθαρισμού λυμμάτων υπήρξαν το βασικό μέλημα της Διοίκησης της ΔΕΥΑΛ  στα 3 χρόνια της θητείας της……»

Ένα πρώτο βήμα, σαν προσωρινό μέτρο, για την αντιμετώπιση των χαμηλών πιέσεων στους υψηλούς ορόφους των κτιρίων, υπήρξε η τοποθέτηση ειδικού αντλητικού συγκροτήματος (booster), με αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, να καταργηθούν τα γνωστά «μηχανάκια» των ιδιοκτητών.

Σε ότι αφορά  στο παλιό δίκτυο ύδρευσης της πόλης εντάθηκαν οι προσπάθειες ανακαίνισής του με παράλληλη αντικατάσταση μικρών διατομών που ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα με την «ευκαιρία» που προσφέρονταν από τις συνεχείς εκσκαφές στους δρόμους της πόλης για τα έργα αποχέτευσης.

Τότε το ΔΣ της ΔΕΥΑΛ έλαβε την πολύ σημαντική απόφαση να εκπονήσει με δικές της δαπάνες την ολοκληρωμένη μελέτη ύδρευσης της πόλης, η οποία αφορούσε αφενός στην διανομή του νερού (νέα δίκτυα, μικρές διατομές, πρόβλημα πίεσης, νέες δεξαμενές Μεζούρλου και Αγ. Παρασκευής,  αντί του ξεπερασμένου υδατόπυργου κ.λ.π.), αφετέρου στις νέες πηγές υδροληψίας και την υποκατάσταση του Πηνειού.

Πράγματι η μελέτη παραδόθηκε έγκαιρα και έδειξε ότι η πόλη θα μπορεί να υδρεύεται από υπόγειους υδροφορείς βόρεια της Λάρισας, με πιο σημαντικό (για το μέλλον) τον καρστικό υδροφορέα Κουτσοχέρου - Δαμασίου – Τυρνάβου.

Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι στην διερεύνηση των νέων πηγών υδροδότησης, στην αξιολόγηση των προτάσεων των μελετών που παραδόθηκαν στην ΔΕΥΑΛ αλλά και στην εφαρμογή του προγράμματος ανόρυξης νέων γεωτρήσεων, αποφασιστική ήταν η βοήθεια που προσφέραν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, με βασικό σύμβουλο και συνεργάτη τον άριστο επιστήμονα, αλλά παράλληλα σεμνό και υπεύθυνο, γεωλόγο Μάρκο Θάνο.

Ήδη από το 1986 και μετά, είχαν ανορυχθεί για λογαριασμό της ΔΕΥΑΛ γεωτρήσεις στις περιοχές Γιάννουλης και Αμπελώνα και, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα υπήρχε μια αξιόλογη (χρονικά) περίοδος μετάβασης από τον Πηνειό σε άλλες πηγές υδροδότησης.

Το καλοκαίρι του 1988 υπήρξε ένα έκτακτο (αλλά όχι απρόσμενο) περιστατικό. Αγρότες στην περιοχή Αμυγδαλέας, λίγα χιλιόμετρα πριν το σημείο υδροληψίας της ΔΕΥΑΛ, έκλεισαν ανεύθυνα με πρόχειρο φράγμα τον ποταμό, διακόπτοντας σταδιακά την ροή του Πηνειού και την υδροδότηση της πόλης. Δημιουργήθηκε αναστάτωση στην πόλη και οι πολίτες (δικαίως) αγανάκτησαν. Πράγματι, η ΔΕΥΑΛ στο συγκεκριμένο περιστατικό δεν στάθηκε στο ύψος της. Το πρόβλημα αποκαταστάθηκε μερικές μέρες αργότερα. Όμως οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Παρά τις προφανείς σοβαρές διοικητικές και υπηρεσιακές ευθύνες που υπήρξαν, ιδιαίτερα  στο στελεχιακό δυναμικό της ΔΕΥΑΛ, ο ΑΛ, ως πρόεδρος και Δήμαρχος, δεν έκανε αποδεκτή την παραίτηση του Διευθύνοντος Συμβούλου που υποβλήθηκε άμεσα, ανέλαβε ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου την αποκλειστική ευθύνη για το συμβάν και υποσχέθηκε άμεσες λύσεις.

Πράγματι, η ΔΕΥΑΛ, έχοντας πλήρεις και ολοκληρωμένες μελέτες, υπέβαλε προς το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών την πρόταση ύψους 2,2 δις δρχ. για ένταξη στο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων της κατασκευής αγωγών μήκους περίπου 11 χιλιομέτρων, για μεταφορά νερού από σύστημα γεωτρήσεων βόρεια της πόλης. Με ταχύτατες διαδικασίες και κατάλληλες κινήσεις του ΑΛ, εξασφαλίστηκαν οι σχετικές πιστώσεις και σε ελάχιστο χρόνο, μόλις τρεις μήνες (!), υλοποιήθηκαν τα έργα.

Επίσης, με καλά συντονισμένες κινήσεις και την υποστήριξη του τότε Νομάρχη Λάρισας Κουκουλάκη, παρακάμφθηκαν επιφυλάξεις και αντιρρήσεις ορισμένων κοινοτήτων για να χρησιμοποιηθούν από την ΔΕΥΑΛ οι γεωτρήσεις που βρίσκονταν στα όρια τους. Μετά από όλα αυτά, το καλοκαίρι του 1989 βρήκε την ΔΕΥΑΛ πανέτοιμη να προσφέρει πλέον ακόμη και το 100% των αναγκών ύδρευσης της πόλης, αυτή τη φορά χωρίς τον Πηνειό.

Αυτή ήταν εν συντομία η ιστορία της «απεξάρτησης» της ύδρευσης της πόλης από τον Πηνειό.

«Κάθε εμπόδιο για καλό» που λέει ο λαός, που όμως δεν θα ήταν και τόσο «καλό» αν δεν υπήρχε η πρόνοια και η συστηματική προετοιμασία της επιχείρησης για το θέμα καθώς και η αδιάκοπη αγωνία και το πάθος του Δημάρχου ΑΛ για την ύδρευση της Λάρισας.

Άλλες συνθήκες, άλλες εποχές, υπάρχουν όμως και αρκετά στοιχεία που ομοιάζουν με την ιστορία της δεκαετίας 1920 και του (αείμνηστου επίσης) Μιχαήλ Σάπκα…..

Κλείνοντας την σύντομη αναδρομή στα γεγονότα αυτά, πρέπει να επισημάνουμε ότι το όραμα του ΑΛ ήταν μια αξιόπιστη σοβαρή λύση για την ύδρευση της Λάρισας.

Επανειλημμένα και ορθώς ανέφερε ως μακροπρόθεσμη λύση για την ενίσχυση του Πηνειού και των υπόγειων υδροφορέων του θεσσαλικού κάμπου, την μεταφορά μέρους των υδάτων από τον Αχελώο, όμως είχε στο νου του και εναλλακτικές μεσοπρόθεσμες λύσεις μέσω ταμίευσης νερών στα ημιορεινά της ευρύτερης περιοχής της Λάρισας.

Τότε, όπως ήταν φυσικό, όλοι νοιώσαμε μια ανακούφιση για την μετάβαση από τον Πηνειό σε υπόγειους υδροφορείς με επαρκείς ποσότητες και καθαρά νερά. Σήμερα, οι εξελίξεις στην πόλη, οι ανάγκες που δημιουργούνται ευρύτερα και κυρίως νότια της Λάρισας, δείχνουν ότι η εξέταση μιας λύσης ταμιευτήρα (ων) στα ημιορεινά της περιοχής Ελασσόνας είναι επιβεβλημένη (σημ. έχουν ήδη υποβληθεί σχετικές προμελέτες).

Άλλωστε είναι πραγματικά αξιοπερίεργο που το ποσοστό των συστημάτων ύδρευσης σε ολόκληρη τη Θεσσαλία από υπόγεια νερά, ανέρχεται στο 80% και μόνο το 20% από ταμιευτήρες – δες Ν. Πλαστήρα και Σμοκόβου, Καρδίτσα – ή μικρότερες πηγές.

Εάν λοιπόν σκεφθούμε τις τεράστιες πιέσεις που δέχονται οι υπόγειοι υδροφορείς (λόγω των υδατικών ελλειμάτων για όλες τις χρήσεις νερού στη Θεσσαλία) και την συνεχή οικολογική υποβάθμιση τους (λόγω ρύπανσης) εύκολα θα αντιληφθούμε ότι η αντιμετώπιση της ύδρευσης της Λάρισας και των πέριξ αυτής οικισμών χρήζει άμεσα επανεξέτασης.

Ας ελπίσουμε ότι η ιστορική ΔΕΥΑΛ θα κινηθεί με λογική πρόνοιας, έγκαιρης προετοιμασίας και με όραμα στην νέα εποχή.

Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο σχετικά με την ύδρευση της πόλης, θεωρούμε σκόπιμη μια αναφορά στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΥΑΛ μετά την ένταξή της στο Ν. 1069/80.

Ως γνωστόν ο νόμος αυτός επέβαλε σοβαρές πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους πολίτες – καταναλωτές νερού (π.χ. 80% επί της αξίας του νερού που καταναλώνεται) ώστε οι ΔΕΥΑ να συγκεντρώνουν χρήματα για αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων.

Συνεπώς κρίσιμο θέμα για την βιωσιμότητα της επιχείρησης (μιας επιχείρησης όλης της πόλης) αλλά κυρίως για τις «αντοχές» των δημοτών ήταν ο καθορισμός της βασικής τιμής του νερού.

Το πρόβλημα τιμολόγησης ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο. Οι βασικές παράμετροι που καθόριζαν κάθε φορά την πολιτική απόφαση του ΔΣ της ΔΕΥΑΛ ήταν συχνά αστάθμητοι και μεταβαλλόμενοι (συνεχείς αυξήσεις ηλεκτρικού ρεύματος, υλικών, μισθών κ.λ.π.) ενώ ο πληθωρισμός, πολύ υψηλός, σχεδόν καθ’ όλη  την διάρκεια των ετών που άσκησε διοίκηση ο ΑΛ.

Κάθε χρόνο, όταν συντάσσονταν  ο προϋπολογισμός της επιχείρησης, το θέμα αυτό αποτελούσε έναν πονοκέφαλο όχι μόνο για τον ΑΛ, αλλά και όσα πολιτικά στελέχη έβλεπαν κινδύνους πολιτικού κόστους της Δημοτικής Αρχής και γενικότερα του κόμματος. Συχνά υπήρξαν προτάσεις για «πάγωμα» της τιμής, κάτι που πρακτικά σήμαινε μείωση των εσόδων της επιχείρησης λόγω πληθωρισμού. Στο θέμα αυτό ο ΑΛ είχε ισχυρή άποψη. Ναι μεν ήθελε (και το πέτυχε) η τιμή του νερού να μην ξεφύγει από ένα ύψος, πάνω από το οποίο μία λαϊκή οικογένεια δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί (όπως π.χ. συμβαίνει σήμερα με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και φυσικού αερίου). Από την άλλη όμως έδινε σαφές μήνυμα στον πολιτικό του περίγυρο ότι δεν θα επιτρέψει για λόγους πρόσκαιρων εντυπώσεων να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της ΔΕΥΑΛ και η ολοκλήρωση των έργων.

Πράγματι κάθε χρόνο η ΔΕΥΑΛ έπαιρνε απόφαση για λελογισμένη αύξηση της τιμής του νερού, πάντοτε κατώτερη του ύψους του πληθωρισμού και τελικά κατάφερε επί των ημερών του ΑΛ να διατηρήσει την τιμή του νερού της Λάρισας κάτω από το μέσο όρο των αντίστοιχων τιμών νερού των άλλων πόλεων, παρότι το σύστημα υδροδότησης της πόλης μας ήταν συχνά πολύ πιο δαπανηρό (π.χ. ενεργοβόρες αντλήσεις από γεωτρήσεις) σχετικά με άλλες περιοχές που διέθεταν πηγές άμεσης τροφοδοσίας.

Με την ίδια λογική ο ΑΛ αντιμετώπιζε και όλες εκείνες τις παραμέτρους που θα επιβάρυναν το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης, με πιο χαρακτηριστική  αυτή των άσκοπων προσλήψεων, ασκώντας πολύ προσεκτική πολιτική στο θέμα αυτό, διατηρώντας όμως ένα υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης των δημοτών.

Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ενώ η ΔΕΥΑΛ ήταν την εποχή του ΑΛ η μεγαλύτερη σε κύκλο εργασιών αντίστοιχη επιχείρηση της χώρας (πλην Αθήνας, Θεσσαλονίκης) και είχε ήδη επανδρώσει την μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, υπήρξαν άλλες ΔΕΥΑ όπου ο αριθμός εργαζομένων ήταν μεγαλύτερος, με την γνωστή λογική των διορισμών «εξυπηρέτησης», κάτι που δυστυχώς οδήγησε ορισμένες από αυτές (ευτυχώς λίγες) σε πολύ μεγάλα οικονομικά προβλήματα.

Φωτογραφίες: